- αναγελαστής
- ο (θηλ. -άστρα) [αναγελώ]αυτός που περιπαίζει, που ειρωνεύεται τους άλλους, είρωνας, χλευαστής, σαρκαστικός2. αυτός που σέ ξεγελά, δόλιος«μια μοίρα αναγελάστρα».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναγελαστής — ο θηλ. άστρα αυτός που περιγελά, που κοροϊδεύει: Όλοι τον ήξεραν για αναγελαστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)